«ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑ» - ΥΔΡΑΙΚΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ

Breaking

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

«ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑ»

ΠΗΓΗ:PISINA.NET

Ό,τι και να πει κανείς για το Γιώργο Μαυρωτά είναι λίγο. Η ζωή του θρύλου του πόλο μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι. Έχει πάρει μέρος σε 5 Ολυμπιακούς Αγώνες (1984,1988,1992,1996 και 2000) με την Εθνική Ανδρών, με την πρώτη του κλήση στη “Γαλανόλευκη” να είναι στην ηλικία των 17 και τελικά να φτάνει τις 511 συμμετοχές, όντας αρχηγός της για 5 χρόνια (1995-2000).
Έχει περάσει τη … μισή του ζωή στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης (ΝΟΒ), αφού τον υπηρέτησε για 25 ολόκληρα χρόνια, κερδίζοντας 3 Πρωταθλήματα (1991,1997 και 1998) και 2 Κύπελλα (1996 και 1999). Αποκορύφωμα η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων (1997) ενάντια στη Ρόμα. Το 1999, έγινε ο πρώτος Έλληνας παίκτης, που είχε την υπέρτατη τιμή να αγωνιστεί στη Μικτή Κόσμου, στη Βουδαπέστη. Όντας μια πολύπλευρη προσωπικότητα, δεν έμεινε μόνο στον Πρωταθλητισμό. Ολοκλήρωσε παράλληλα τις σπουδές του και πήρε το πτυχίο του Χημικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κι έπειτα το διδακτορικό του (με βαθμό 10!). Το 2009 έγινε Επίκουρος Καθηγητής στο ΕΜΠ, ενώ από το 2014 είναι Αναπληρωτής. Στην πορεία ήρθε και η οικογένεια, αποκτώντας 2 γιους, οι οποίοι ακολουθούν πια τα βήματά του στο πόλο. Η ευαισθησία του για τα “κοινά” τον έκανε ν’ ασχοληθεί με το χώρο της πολιτικής, καθώς είναι βουλευτής με το κόμμα “Το Ποτάμι” και θέλει να βάλει το δικό του “λιθαράκι” για ένα καλύτερο αύριο, κυρίως για τους νέους. Ο “αιωνόβιος” του πόλο, όμως, δεν εγκατέλειψε ποτέ την μεγάλη του αγάπη, την “πλανεύτρα μπάλα”, όπως την αποκαλεί κι ο ίδιος, και παρά το πέρασμα του από τις μικρότερες κατηγορίες από το 2002, όταν και έφυγε από το ΝΟΒ, το 2011 πήγε στην ομάδα του Υδραϊκού, και από τη Δ’ Εθνική είναι πλέον ξανά στην Α1. Ο αισιόδοξος Γιώργος προασπίζεται τους όρους “συναδελφικότητα”, “ομαδικότητα” και “συνεργασία” και πιστεύει πως “τα πάντα είναι θέμα προπόνησης”. Τί έχει να πει κι ο ίδιος για όλα αυτά; Θα τα μάθετε στη συνέντευξη που ακολουθεί και που παραχωρήθηκε στην Κατερίνα Διαμάντη-Πετροπούλου, σπουδάστρια του Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ στο πλαίσιο της πρακτικής της άσκησης.
-Είστε ένας άνθρωπος που έπαιξε στην Εθνική Ανδρών μόλις στα 17 και φτάσατε τις 511 συμμετοχές, έχετε πάρει μέρος σε 5 Ολυμπιακούς Αγώνες, σε 4 Παγκόσμια Πρωταθλήματα, σε 8 Πανευρωπαϊκά, σε 5 FINA CUP και με το Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης έχετε κατακτήσει 1 Κύπελλο Κυπελλούχων, 3 Πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα. Θέλω να σας πάω πολύ πίσω, πριν έρθουν όλα αυτά, και να μου πείτε ποιό ήταν το πρώτο ερέθισμα που σας έκανε ν’ ασχοληθείτε με το πόλο;
-Καταρχάς, ξεκίνησα από την κολύμβηση. Ήμουν 10 χρονών, καλοκαίρι του 1977, επειδή παραθερίζαμε στη Βουλιαγμένη. Πήγαμε και τα τρία αδέρφια και γραφτήκαμε στον Όμιλο. Συνέχισα και το χειμώνα και μέχρι το 1980-81 ήμουν στο κολύμπι. Όμως, από ένα σημείο και μετά, το βαρέθηκα λίγο, γιατί ήταν λίγο μονότονο, ήταν ατομικό και βρέθηκα σε μια καλή συγκυρία που ξεκίναγε η ομάδα πόλο το παιδικό της Βουλιαγμένης με το Γιάννη Γιαννουρή, κι έτσι εύκολα αποφάσισα να κάνω το βήμα και να μεταπηδήσω από το κολύμπι στο πόλο. Είχα και το πλεονέκτημα ότι επειδή ήμουν κολυμβητής είχα ένα αβαντάζ σε σχέση με τους υπόλοιπους, είχα καλύτερη κολυμβητική υποδομή και στα 14 το γύρισα στο πόλο. Έτσι, λοιπόν, από το κολύμπι πέρασα στο πόλο, γιατί, εντάξει, η μπάλα είναι μεγάλη πλανεύτρα, είναι η ομαδικότητα, είναι το γκολ, είναι όλα αυτά τα πράγματα, και είναι κι η παρέα, που ίσως είναι το πιο σημαντικό.
-Στα 17, σας κάλεσαν στην Εθνική Ανδρών για πρώτη φορά και την ίδια χρονιά πήγατε στους πρώτους σας Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λος Άντζελες. Ποιά ήταν τα συναισθήματα του 17χρονου, τότε, Γιώργου;
-Ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει τί είναι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ήμουν πολύ χαρούμενος που ήμουν στην ομάδα! Ήταν και η χρονιά εκείνη σημαδιακή, γιατί έδινα και Πανελλήνιες για το Πολυτεχνείο. Γενικά, όταν βρέθηκα στο Λος Άντζελες άρχιζα να συνειδητοποιώ πόσο μεγάλο πράγμα ήταν τελικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες, για τους οποίους ναι μεν έχουμε δει πράγματα από την τηλεόραση, αλλά νιώθεις λίγο σαν την “Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων”. Δηλαδή, είσαι ο πιο πιτσιρικάς, σ’ ένα παγκόσμιο γεγονός που για 15 μέρες τραβάει τα βλέμματα όλου του κόσμου, οπότε νιώθεις ένα δέος! Οι πρώτοι μου αυτοί Ολυμπιακοί Αγώνες, από πλευράς αγωνιστικής, δεν ήταν πολύ πλούσιοι, δεν έπαιξα και πολύ σ’ εκείνα τα παιχνίδια, αλλά ήταν πολύ πλούσιοι από πλευράς εμπειριών.
-Υπήρξε κάποια Ολυμπιάδα απ’ αυτές που συμμετείχατε που πιστεύατε πολύ ότι μπορείτε να κατακτήσετε το μετάλλιο, κι αυτό τελικά δεν ήρθε; Και σας έχει αφήσει μια πικρία το γεγονός ότι δεν υπήρξατε ποτέ σημαιοφόρος στην Ελληνική αποστολή;
-Θα ξεκινήσω από το τελευταίο. Πικρία που δεν υπήρξα σημαιοφόρος δεν είχα καμία, γιατί οι αθλητές που παίρνουν τη σημαία στους Ολυμπιακούς Αγώνες θεωρούσα κι εγώ ότι πολύ δίκαια την παίρνουν, ότι ήταν πολύ καλύτεροι από μένα από άποψη επιτυχιών, διακρίσεων, προσφοράς στο άθλημά τους, οπότε δεν είχα κανένα τέτοιο παράπονο. Εγώ αυτό που είχα να επιδείξω ήταν μια μεγάλη διάρκεια, ότι ήμουν για πολλά χρόνια στην Εθνική Ομάδα, ποτέ, όμως, δεν είχαμε πάρει κάποιο μετάλλιο. Πιο κοντά στο μετάλλιο, παρόλο που ίσως φανεί παράξενο, θεωρώ ότι η ομάδα ήταν μάλλον στο Σίδνεϋ. Δηλαδή, στην τελευταία Ολυμπιάδα, που δεν πήγαμε καλά, βγήκαμε δέκατοι τελικά. Η καλύτερη θέση που πήραμε ήταν η έκτη στην Ατλάντα, αλλά σαν ωριμότητα ομάδας πιστεύω ότι ίσως στο Σίδνεϋ να ήμασταν πιο κοντά. Αλλά στον αθλητισμό τα πράγματα δεν είναι γραμμικά, όπως τα περιμένεις. Υπάρχουν και καταστάσεις που είναι λίγο απρόβλεπτες. Δεν είναι τόσο προβλέψιμα τα πράγματα. Εκεί που δε το περιμένεις μπορεί να έρθει η επιτυχία κι εκεί που πας για κάτι καλό να έρθει η αποτυχία. Εξάλλου, αυτό είναι ο αθλητισμός.
.-Υπηρετήσατε το Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης για 25 ολόκληρα χρόνια. Δεν υπήρξε ποτέ το ενδεχόμενο να “μετακομίσετε” στο εξωτερικό; Δεν είχατε προτάσεις από εκεί;
-Στο εξωτερικό, ναι, υπήρχε το ενδεχόμενο, όπως και σε άλλες ομάδες στο εσωτερικό. Μάλιστα, στο εξωτερικό υπήρχε το ενδεχόμενο να πάω να σπουδάσω κιόλας, που μου έλεγαν οι Αμερικάνοι, σε κάποιο Πανεπιστήμιο με υποτροφία. Αλλά πάταγα σε δύο “βάρκες”. Είχα και το πόλο. Είχα και το Πολυτεχνείο. Έβλεπα ότι κάποια στιγμή στο πόλο θα ερχόταν η ημερομηνία λήξης, θα τελειώσει. Άμα έφευγα από την Ελλάδα θα έπρεπε να σταματήσω τις σπουδές μου. Δηλαδή, υπήρχαν περιορισμοί που με έκαναν να κλείνω τα αυτιά στις “σειρήνες” του εξωτερικού, γιατί ήθελα να κάνω και τα δύο πράγματα ταυτόχρονα. Θα μου πεις στην Αμερική δε θα μπορούσες να κάνεις και τα δύο μαζί; Ναι, θα μπορούσα να σπουδάσω και να παίξω, αλλά δεν την πήρα αυτή την απόφαση τότε. Κι ένα από τα πράγματα που έχω μετανιώσει, εκ των υστέρων, είναι ίσως ότι δεν έφυγα στο εξωτερικό. Είτε στην Ιταλία, είτε στην Αμερική, για να παίξω κι εκτός Ελλάδος. Αλλά τα κριτήρια που παίρνεις τότε την απόφαση δεν είναι ίδια με τα κριτήρια ex-post, δηλαδή μετά. (Ο αρχηγός του ΝΟΒ, Γιώργος Μαυρωτάς, σηκώνει το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο στην ιστορία της ελληνικής υδατοσφαίρισης, το Κύπελλο Κυπελλούχων, το 1997)
-Επίσης, είχατε κληθεί στη Μικτή Κόσμου το 1999. Άλλη μια μεγάλη διάκριση. Τα συναισθήματα σας που ήσαστε ανάμεσα στους “επίλεκτους”;
-Το βασικό συναίσθημα είναι ότι νιώθεις μια ολοκλήρωση, μια υπερηφάνεια που σε επιλέγουν για κάτι τόσο μεγάλο! Μάλιστα ο προπονητής ήταν της Εθνικής Ουγγαρίας, ο Ντένες Κέμενυ. Και είναι και περίεργο το συναίσθημα να παίζεις με συμπαίκτες, ανθρώπους με τους οποίους έχεις φάει τα χρόνια σου να είσαι συνεχώς αντίπαλος. Με Ούγγρους, με Ισπανούς, με Ιταλούς, με Σέρβους, με Κροάτες. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία! Και μόνο αυτό τον έναν αγώνα που έπαιξες συμπαίκτης μ’ αυτούς, σου δημιουργεί δεσμούς, που όταν τους βλέπεις μετά, θα το θυμάσαι για πάντα. Δηλαδή, άμα δεις τώρα τον Μπούκιτς, το Ζίμενς, τον Κάσας, το θυμάσαι για πάντα κι έχεις να το λες ότι είχαμε υπάρξει συμπαίκτες τότε και έτσι υπάρχει κι αυτό το δέσιμο. Ήταν ίσως από τις πιο αξιοσημείωτες στιγμές στην αθλητική μου, κι όχι μόνο, ζωή, γιατί μου έδωσε να καταλάβω τί ήταν το άθλημά μου, παραδείγματος χάριν, για την Ουγγαρία. Γιατί η Ουγγαρία είναι τόσο καλή στο άθλημα αυτό; Επειδή έχει μια παράδοση, είναι κάτι που το προσέχει, σέβονται την ιστορία κι όλα αυτά τα πράγματα είναι καλά διδάγματα και για μας τους Έλληνες. ( Ο Γιώργος Μαυρωτάς – κάτω τρίτος- ανάμεσα στους επίλεκτους της Μικτής Κόσμου)
-Σ’ όλα αυτά τα χρόνια έχετε καταφέρει κάτι “εξωπραγματικό” για πολλούς. Συνδυάσατε τον πρωταθλητισμό με τις σπουδές, κι έπειτα ήρθε και η οικογένεια. Ποιό ήταν το μυστικό για να τα πετύχετε όλα αυτά μαζί; Γιατί άλλοι δυσκολεύονται να συνδυάσουν απλά τον αθλητισμό με το διάβασμα.
-Δύο λέξεις : Διαχείριση Χρόνου. Αυτές οι δύο λέξεις είναι το μυστικό. Η αυτοπειθαρχία επίσης. Ήδη από μικρός, επειδή ήθελα να κάνω και τα δύο πράγματα μαζί, αναγκάστηκα να εκμεταλλευτώ ακόμα και το τέταρτο, και το μισάωρο, του χρόνου που είχα, είτε για να διαβάσω είτε για να προετοιμάσω κάτι. Δε θεωρώ ότι μου έλειψαν πράγματα, ότι θυσίασα πράγματα. Το να δεις λιγότερη τηλεόραση δε το θεωρούσα ποτέ θυσία ή το να κάτσεις λιγότερο χρόνο στην καφετέρια. Οι μόνες θυσίες που θα έλεγα ότι υπήρξαν, είναι αυτές αφού κάνεις οικογένεια. Που αφιερώνεις λιγότερο χρόνο στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου. Αλλά αυτό δεν κράτησε και πολύ σε μένα. Από το 1994 (παντρεύτηκε) μέχρι το 2002, που σταμάτησα την καριέρα μου, ήταν οκτώ χρόνια. Αυτά τα οχτώ χρόνια τις θυσίες, ουσιαστικά, τις έκαναν αυτοί του περίγυρού μου παρά εγώ, που συμμετείχα λιγότερο στο οικογενειακό γίγνεσθαι, και προσπαθώ να το αναπληρώσω μετά.
-Θέμα με τις αποστάσεις δεν υπήρχε; Να πάτε Βουλιαγμένη; Να πάτε Πολυτεχνείο;
-Υπήρχε, ναι. Γενικά, όμως, είχα πάντα δύο τσάντες στο αυτοκίνητό μου, όταν ξεκίναγα. Τη μία της πισίνας και την άλλη του Πολυτεχνείου. Οπότε, τελείωνα την πρωινή προπόνηση, πήγαινα Πολυτεχνείο και γύριζα για τη βραδινή προπόνηση. Να σου πω την αλήθεια, ακόμα και το χρόνο μέσα στο αυτοκίνητο προσπαθούσα να τον αξιοποιήσω, σκεπτόμενος τα προβλήματα που μπορεί να είχα. Οπότε και να ήταν μεγάλες οι αποστάσεις, δεν ήταν απαγορευτικές. Άμα θέλουμε κάτι, νομίζω μπορούμε να βρούμε χίλιες δικαιολογίες να μη το κάνουμε, αλλά μπορούμε να βρούμε και χίλιες αφορμές για να το κάνουμε.
-Σ’ όλη αυτή την πορεία σας, υπήρξε κάποιος που τον θεωρούσατε μέντορά σας; Που τον ακούγατε και τον εμπιστευόσασταν τυφλά;
-Μέντορας στο χώρο του πόλο ήταν σίγουρα ο Γιάννης Γιαννουρής, ο πρώτος μου προπονητής, στον οποίο οφείλω και πολλά. Όπως, επίσης, και ο Ισπανός Χοσέ Μπράσκο Κατά, που ήταν ο πρώτος που με πήρε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, αλλά τον είχαμε μετά και στη Βουλιαγμένη. Ήταν άνθρωποι που είχαν μια γενικότερη επίδραση πάνω μου. Στο χώρο του Πολυτεχνείου, ήταν ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, ο καθηγητής μου, ο οποίος πέθανε το 2008. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε, ας πούμε, πολύ στέρεες απόψεις και νομίζω ότι μου έδωσε πολλά πράγματα.
-Ο καλός σας φίλος, Μανέλ Εστιάρτε, είναι το δεξί χέρι του Πεπ Γκουαρδιόλα στη Μπάγερν Μονάχου. Εσείς θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τον εαυτό σας σαν το δεξί χέρι π.χ. του Μάρκο Σίλβα στον Ολυμπιακό;
-Ναι. Ο Μανέλ τί κάνει ουσιαστικά στην Μπάγερν; Επειδή είναι ένας άνθρωπος που έχει περάσει από τον αθλητισμό, έχει περάσει από πολλά πράγματα, είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ προπονητή και παικτών. Είναι ένας άνθρωπος που όλοι τον σέβονται! Δηλαδή, έναν τέτοιο ρόλο μπορείς να τον παίξεις, είτε στο Μάρκο Σίλβα στον Ολυμπιακό, είτε στον Παναθηναϊκό, είτε στην Εθνική Ομάδα. Πιστεύω, γενικά, πως όσοι αθλητές τελειώνουν την καριέρα τους, μπορούν να παίξουν πολύ καλά τέτοιους ρόλους. Απλώς εγώ στη ζωή μου είχα άλλα όνειρα, άλλες προτεραιότητες. Δηλαδή, μ’ αρέσει πολύ η καριέρα του ακαδημαϊκού, γιατί έχεις να κάνεις με το συνδυασμό εκπαίδευσης και έρευνας. Δε σ’ αφήνει αυτό το πράγμα να βαλτώσεις, ψάχνεις συνεχώς καινούρια πράγματα, έχεις την επαφή με τους νέους ανθρώπους, που σε κρατάνε κι εσένα νέο, κι είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. (Με τον καλό του φίλο, Μανέλ Εστιάρτε. “Μια φωτογραφία, 11 Ολυμπιάδες” που λέει κι ο ίδιος)
-Είχατε αναφέρει σε μια εκπομπή ότι “το προπονητιλίκι είναι δύσκολο” και δείξατε ότι δε θα επιθυμούσατε να το κάνετε ποτέ. Η πολιτική, όμως, δεν είναι πιο δύσκολη;
-Το προπονητιλίκι είναι δύσκολο, γιατί; Θεωρώ πως όταν είσαι προπονητής πρέπει να πιέσεις τους άλλους. Κι εγώ μπορούσα μεν να πιέσω τον εαυτό μου, αλλά δεν είμαι και πολύ καλός στο να πιέζω τους άλλους. Η πολιτική είναι κάτι διαφορετικό. Πρέπει να πείσεις τους άλλους, που είναι διαφορετικό απ’ το να τους πιέσεις. Δε θεωρώ πως είναι πιο δύσκολη η πολιτική. Απλώς αλλάζεις στίβο. Αλλάζεις αγωνιστικό χώρο θα έλεγα. Έχει τα δικά της, ας το πούμε, μυστικά, τα οποία μαθαίνω κι εγώ τώρα σιγά σιγά. Και ισχύει αυτό που λέω πάντα, ότι όλα στη ζωή είναι προπόνηση. Άμα προπονηθείς, μπορείς κάτι να το κάνεις καλά.
-Αν το “Ποτάμι” ήταν Κυβέρνηση τώρα, και είχατε εσείς τη θέση του Υφυπουργού Αθλητισμού, ποιό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα αλλάζατε;
-Το πρώτο πράγμα που θα άλλαζα, ε; Εντάξει, υπάρχουν πολλά θέματα στον αθλητισμό, κατά τη γνώμη μου, που θα μπορούσαν να αλλάξουν. Όπως αυτό που ξεκίνησε να γίνεται με τη βία στα γήπεδα. Το ηλεκτρονικό εισιτήριο, η κάρτα φιλάθλου, η ηλεκτρονική παρακολούθηση των αγωνιστικών χώρων, όλα αυτά είναι μέτρα αντιμετώπισής της. Πιστεύω ότι η βία μπορεί να έχει τους ηθικούς αυτουργούς, αλλά έχει και τους φυσικούς αυτουργούς. Αυτά που λέγονται, ότι επειδή κάποιοι είναι αδικημένοι, ξεσπάνε και κάνουν επεισόδια, μέχρι κάποιο σημείο μπορείς να τα καταλάβεις, αλλά δεν μπορείς να τα υιοθετήσεις. Αλίμονο αν ο κάθε αδικημένος πήγαινε και τα έσπαγε παντού! Όλοι έχουμε υποστεί αδικίες στη ζωή μας, αλλά υπάρχουν κάποιοι κανόνες κι ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο κινούμαστε. Οπότε, θεωρώ ότι υπάρχει το μεν πρόβλημα στη βία με τους ηθικούς αυτουργούς, που είναι ένα κομμάτι, υπάρχει όμως και το πρόβλημα με τους φυσικούς αυτουργούς, που είναι ένα δεύτερο κομμάτι, που πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί. Ένα, λοιπόν, αυτό που είναι η βία. Δεύτερον, αυτά που λέμε περί διαφθοράς-διαπλοκής μέσα στο ποδόσφαιρο, που εκεί η γνώμη μου είναι ότι αν βάλεις από την αρχή τους κανόνες και είναι ξεκάθαροι και ισχύουν το ίδιο για όλους, το έχεις λύσει αυτό το θέμα. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο, γιατί κάποιοι είναι πιο ισχυροί, αλλά από εκεί πρέπει να αρχίσεις. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις από τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Το παράδειγμα πρέπει να το δώσεις κάνοντας συγκρούσεις και με ισχυρούς. Και το τρίτο και βασικότερο είναι ότι πρέπει να σπρώξουμε περισσότερα παιδιά στον αθλητισμό γενικότερα, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο ή στο πόλο. Γιατί σαν κοινωνία πρέπει να αυξήσουμε τον αθλητισμό που κάνουμε κι όχι τον αθλητισμό που καταναλώνουμε, που βλέπουμε στην τηλεόραση, που διαβάζουμε στις εφημερίδες ή στα σάιτ. Προς μια τέτοια κοινωνία θα ήθελα να “σπρώξω” την ελληνική κοινωνία, γιατί θεωρώ ότι το κριτήριο αθλητικότητας μιας χώρας δεν είναι ο πίνακας μεταλλίων των Ολυμπιακών Αγώνων, που χρειάζεται, όμως, κι αυτό, γιατί είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία ο πρωταθλητισμός με τον αθλητισμό. Χρειάζεσαι τους πρωταθλητές για να φέρουν κόσμο στον αθλητισμό, και χρειάζεσαι και μια μεγάλη βάση στον αθλητισμό, για να προκύψουν από εκεί οι πρωταθλητές. Οπότε, το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο. Αλλά το κριτήριο επιτυχίας και αθλητικότητας μιας χώρας είναι το τί ποσοστό ασχολείται συστηματικά με τον αθλητισμό. Και λέμε για τα παιδιά, αλλά ισχύει το ίδιο και για τους μεσήλικες και για μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους.
-Απλά βάζεις και βάσεις όταν “σπρώχνεις” τα παιδιά στον αθλητισμό, οικοδομούνται αρχές.
-Οικοδομούνται, όχι αρχές. Παίρνουν μια προίκα που την έχουν για όλη τους τη ζωή! Εγώ τα παιδιά μου τα έχω στείλει στον αθλητισμό, όχι για να γίνουν Ολυμπιονίκες, αλλά για να πάρουν αυτά που πήρα κι εγώ. Το “πέφτω και ξανασηκώνομαι”, την επιμονή, την αντοχή στις αντιξοότητες. Όλα αυτά τα πράγματα είναι η μεγάλη προίκα και η κληρονομιά που έχεις για όλη σου τη ζωή. Σχολείο ο αθλητισμός, διαφορετικό από το κανονικό σχολείο που ξέρουμε και το φροντιστήριο ή και την οικογένεια ακόμα.
-Είστε παντρεμένος από το 1994 κι έχετε αποκτήσει δύο γιους. Ποιό είναι το μυστικό ενός πετυχημένου γάμου, όλα αυτά τα χρόνια; Ισχύει αυτό που λένε πως “πίσω από κάθε επιτυχημένο άντρα, κρύβεται μια δυναμική γυναίκα”;
-Όντως, ισχύει αυτό. Ή κρύβεται μια γυναίκα, που είναι τόσο δυναμική, ώστε να αντέχει έναν άντρα, ο οποίος κάνει πολλά πράγματα και μπορεί να το υπομένει αυτό. Πιστεύω ότι ο γάμος είναι αναγκαστικά ένας συμβιβασμός. Δεν μπορείς να παντρευτείς και να πεις πως ότι έκανα πριν, θα το κάνω και τώρα. Πρέπει και οι δύο να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους, για να μπορέσουν να συνυπάρξουν. Κι αυτό ισχύει, όχι μόνο στο γάμο, αλλά γενικότερα σ’ όλες τις σχέσεις. Και σε μία ομάδα. Πρέπει να βάλεις νερό στο κρασί σου. Δεν μπορείς να είσαι και ο πρώτος σκόρερ και να κάνεις τα πάντα εσύ. Πρέπει να παίξεις μέσα σ’ ένα σύστημα. Το μυστικό, λοιπόν, του γάμου είναι, ο αμοιβαίος συμβιβασμός και σίγουρα η αγάπη. Ακόμα κι όταν ο έρωτας περάσει, υπάρχει ένα επόμενο στάδιο, το οποίο είναι πιο βαθύ. Η εκτίμηση για τον άλλον. Ότι έχεις περάσει πολλά πράγματα μαζί με τον άλλον, κι αυτό σου φτιάχνει μια άλλη σχέση. Κι από κει και πέρα, τα παιδιά. Ο γάμος, κατά τη γνώμη μου, ξεκινάει από τη στιγμή που υπάρχουν τα παιδιά. Αν δεν έχεις παιδιά, είναι σαν να συγκατοικείς απλά με κάποιον. Τα θέματα όλα ξεκινάνε, και οι προκλήσεις -δε θα πω προβλήματα- από τη στιγμή που έρχονται στον κόσμο τα παιδιά. Που πρέπει να αφιερώσεις χρόνο και σ’ αυτά, και στο σύζυγο, και στη σύζυγο και πρέπει να βρεις εκείνη τη λεπτή ισορροπία. Σήμερα οι σχέσεις “σπάνε” πιο εύκολα σε σχέση με το παρελθόν, γιατί ίσως είμαστε λίγο πιο ανυπόμονοι, λίγο πιο άπληστοι, πιο πλεονέκτες, απ’ ότι ίσως ήμαστε στο παρελθόν. Μας έχει κάνει έτσι, δηλαδή, η κοινωνία.
-Με το γιο σας, Λεωνίδα, είστε πλέον συμπαίκτες στον Υδραϊκό, ενώ πέρσι ήσαστε αντίπαλοι (ο Λεωνίδας έπαιζε στο ΝΟΒ). Ποιό από τα δύο είναι καλύτερο; Να τον έχετε αντίπαλο ή συμπαίκτη;
-Πιο καλό είναι να τον έχεις αντίπαλο. Γιατί αν τον έχεις συμπαίκτη σου ανεβάζει πιο πολύ τον πήχη και ανησυχείς για το πως θα τα πάει κι αυτός, εκτός από την ομάδα. Είναι δυο φορές συμπαίκτης, ας το πούμε. Όταν τον έχεις αντίπαλο, το παίρνεις και λίγο πιο πολύ στην πλάκα και το παίρνεις πιο ελαφριά. Και τα δύο όμως είναι μια ωραία πρόκληση. Σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι έχει σταματήσει ο χρόνος κι έχει γίνει rewind.
-Είστε περήφανος που ακολουθεί τα βήματα σας ή θα προτιμούσατε να κάνει κάτι άλλο;
-Εγώ θα ήμουν περήφανος να ακολουθεί το δρόμο που του αρέσει και που αγαπάει. Να σου πω γιατί είμαι περήφανος για το γιο μου; Που δε το ξέρει κι αυτός. Όχι για την καριέρα του την πολιστική. Αλλά για το ότι έκανε μαθήματα σ’ ένα συμμαθητή του, που είχε μείνει πίσω στα Μαθηματικά, είχε μείνει τάξη, κι ερχόταν σπίτι και του έκανε μαθήματα ο Λεωνίδας, που ήταν και Γ’ Λυκείου. Γι’ αυτό είμαι πιο περήφανος, από το να γίνει ένας καλός παίκτης ή ένας πρώτος φοιτητής. (Ο γιος του Γιώργου Μαυρωτά, Λεωνίδας)
-Ο Υδραϊκός είναι μια καινούρια ομάδα και πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει αντισυμβατική, που συνδυάζει το παλιό με το καινούριο. Οι στόχοι της ομάδας ποιοι είναι;
-Να πούμε, καταρχάς, ότι ο Υδραϊκός, πέρσι, ήταν μια ομάδα που είχε μέσο όρο γύρω στα 40. Ήμαστε, δηλαδή, μια παρέα παλιών παικτών, που βάλαμε ένα στοίχημα, το οποίο το κερδίσαμε. Φέτος είναι λίγο διαφορετική η ομάδα. Έχει και πολλούς νέους παίκτες. Έχουμε δύο κλάσεις. Η μία κλάση είναι η “άνω των 30-35” και η άλλη είναι η “κάτω των 20”. Το στοίχημα το μεγάλο είναι να παντρέψεις αυτές τις δύο γενιές και να ευχαριστιόμαστε τα παιχνίδια που παίζουμε. Πέρσι, κλείσαμε 30 χρόνια συμπαίκτες με το Φίλιππο τον Καϊάφα. Από το ’85 ήμαστε συμπαίκτες στις Εθνικές Νέων, μέχρι τώρα το 2015 (δεν είχε αλλάξει ακόμα η χρονιά όταν έγινε η συνέντευξη) που παίζουμε στον Υδραϊκό. Είναι ο Βλοντάκης, ο Κοκκινάκης, ο Φλέγκας, που είναι άλλη περίπτωση. Ο Φλέγκας είναι ο μόνος που θα πάει και στο Ρίο, είναι σε άλλο επίπεδο! Αλλά παντρεύεται όλο αυτό πολύ καλά και με τους νέους παίκτες. Μαζί με το γιο μου το Λεωνίδα είναι κι άλλα παιδιά. Είναι ο Φώσκολος, ο Τσαχιλίδης, ο Λιαπάκης, ο Νανούδης. Παιδιά που είναι 18 ως 20 χρονών και δημιουργείται ένα πολύ ωραίο μείγμα μέσα στην ομάδα. Το ζητούμενο, ο στόχος για τον Υδραϊκό, είναι να φτάσει όσο πιο ψηλά γίνεται, χωρίς να το έχουμε και άγχος αυτό το πράγμα. Να είμαστε στην εξάδα. Αλλά κοιτάμε κάθε παιχνίδι να το ευχαριστιόμαστε. Σου ξανάρχονται μνήμες και συναισθήματα από το παρελθόν. Η αγωνία πριν από τον αγώνα, κατά τη διάρκεια του αγώνα, η λύπη, η χαρά μετά. Είναι πράγματα που ευχαρίστως τα ξαναζείς!
-Σας έχει μείνει κάποιο απωθημένο ή παράπονο από τη μέχρι τώρα καριέρα σας;
-Όχι, δε θα το έλεγα. Γιατί θεωρώ ότι είμαι ακόμα μικρός και μπορεί ό,τι είχα (παράπονο) να το κατακτήσω. Είτε στο πόλο, να πάρουμε ένα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες! Τ’ ακούει ο Θοδωρής ο Βλάχος να με καλέσει στο Ρίο;; (γελάει) Όχι, εντάξει, μάλλον θα ήμουν πολύ αχάριστος από το Θεό άμα είχα παράπονα από την καριέρα που είχα! Κι από το γεγονός ότι ήμουν υγιής, γιατί ξέρεις ότι όλα είναι και θέμα τύχης πολλές φορές, να μην έχεις κάποιο τραυματισμό. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι έχω κάποιο απωθημένο ή κάτι που δεν πέτυχα.
-Μετά από πολλά χρόνια, όταν περάσουν τα χρόνια, και αποσυρθείτε από τον αθλητισμό, από την πολιτική κι από τη διδασκαλία, ο κόσμος πως θέλετε να σας θυμάται;
-Με το συνδυασμό όλων αυτών. Πως ήταν ένας άνθρωπος που κατάφερε να τα πετύχει αυτά. Αν πουν ότι ήταν και καλός δάσκαλος. Αν πουν ότι ήταν και καλός αθλητής. Γιατί είναι αυτό που λέω πάντα : ότι αν μπορεί ένας να το καταφέρει αυτό, μπορούν κι άλλοι. Και μια προίκα που αφήνω στους νεαρότερους αθλητές δεν είναι ότι “ήταν καλός αθλητής”. Ήταν καλός αθλητής που, όμως, προλάβαινε και τα μαθήματά του. Πρέπει να λέμε στα παιδιά ότι ο πρωταθλητισμός και ο αθλητισμός έχουν ημερομηνία λήξης. Μετά θα έχεις άλλα 50 χρόνια να ζήσεις και πρέπει να έχεις ετοιμάσει πράγματα για να κάνεις. Αν αυτή είναι η προίκα που θα αφήσω εγώ, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος!
-Να κλείσουμε με ένα αισιόδοξο μήνυμα.
-Γενικά είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Πιστεύω ότι σαν χώρα έχουμε περάσει από ένα στενωπό που κράτησε πολλά χρόνια, περισσότερα απ’ όσα χρειαζόταν, αλλά νομίζω ότι ο λαός έχει αποκτήσει τη σοφία και την επίγνωση, που πλέον καταλαβαίνει ποιος του λέει την αλήθεια και δε του χαϊδεύει τα αυτιά, και ποιος τον παραπλανεί. Και γι’ αυτό το πράγμα είμαι αισιόδοξος.